- τέθνηκ'
- τέθνηκα , θνήσκωperf ind act 1st sgτέθνηκε , θνήσκωperf imperat act 2nd sgτέθνηκε , θνήσκωperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οθούνεκα — ὁθούνεκα και ὁθούνεκεν (Α) 1. επειδή, διότι («ζηλῶ σ ὁθούνεκα ἐκτὸς αἰτίας κυρεῑς», Αισχύλ.) 2. (ειδ. σύνδ.) ότι («ἄγγελε... ὁθούνεκα τέθνηκ Ὀρέστης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπου ἕνεκα / ἕνεκεν με κράση (πρβλ. τὸ ἔπος> τοὖπος) και τροπή τού τ σε … Dictionary of Greek